- μορφολογικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην μορφή ή στην μορφολογία («μορφολογικές διαφορές τών γλωσσών»)2. φρ. «μορφολογικός τύπος»i) ιατρ. η ιδιοσυστασίαii) ανθρωπολ. η μορφή που παίρνει το ανθρώπινο σώμα ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο το άτομο είναι ιδιοσυστατικά προσαρμοσμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. morphologique (πρβλ. μορφολογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγν. Μοσχάκη].
Dictionary of Greek. 2013.